-
1 διαταγή
η приказ; команда; приказание, распоряжение;έγγραφος διαταγή — письменный приказ;
προφορική διαταγή — устное распоряжение;
δίδω διαταγή — отдавить приказ, подавать команду;
κατ' ανωτέραν διαταγήν — по распоряжению свыше;
κατά διαταγή — по приказу;
§ είμαι εις τάς διαταγάς σας — к вашим услугам, я в вЗшем распоряжении;
γραμμάτιον εις διαταγήν ком. — платёжное обязательство, вексель
См. также в других словарях:
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek